- προσυπέχω
- Αφέρω μεγαλύτερη ευθύνη για κάτι («τῆς δὲ τύχης προσυποσχεῑν ἕν τι τῶν ἀδυνάτων», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπέχω «υπόκειμαι σε ευθύνες, λογοδοτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυποσχεῖν — προσυπέχω to be answerable also for aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυποσχόμενος — προσυπέχω to be answerable also for aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυπέσχετο — προσυπέχω to be answerable also for aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυπόσχηται — προσυπέχω to be answerable also for aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek